περιφραστικῶς

περιφραστικῶς
περιφραστικός
periphrastic
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιφραστικώς — περιφραστικός periphrastic masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγόρημα — και κατηγόρεμα, το (AM κατηγόρημα, Μ και κατηγόρημαν) [κατηγορῶ] (λογ.) αυτό που λέγεται για το υποκείμενο, η ιδιότητα, η ενέργεια, το πάθος και γενικά καθετί που αποδίδεται σε κάποιον ή σε κάτι, δηλ. στο υποκείμενο νεοελλ. 1. η πράξη ή η… …   Dictionary of Greek

  • περιφραστικός — ή, ό / περιφραστικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφράζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίφραση, αυτός που διατυπώνεται με περίφραση νεοελλ. φρ. «περιφραστικοί τύποι τού ρήματος» οι τύποι κυρίως τών συντελικών χρόνων που σχηματίζονται με τύπους τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”